Η πολιτική των ΗΠΑ για την Τουρκία δεν μεταβάλλεται μετά τις εκλογές

Erdogan anadolu

Τον χάρτη της διαμόρφωσης της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ έναντι της Τουρκίας, τόσο από πλευράς προσώπων όσο και από πλευράς θεμάτων, παραθέτει ο Edward G. Stafford, ο οποίος αποχώρησε από το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ τον Οκτώβριο του 2016. Η πιο πρόσφατη αποστολή του στο εξωτερικό ήταν ως σύμβουλος πολιτικοστρατιωτικών υποθέσεων στην Άγκυρα της Τουρκίας (2011-14).

Συγκεκριμένα, σε άρθρο του γράφει ότι ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών στην Τουρκία, η πολιτική των ΗΠΑ έναντι της χώρας δεν θα αλλάξει σημαντικά στο εγγύς μέλλον, καθώς όσα διαμορφώνουν την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ δεν θα αλλάξουν, ούτε επίσης τα συμφέροντα και οι στόχοι τους.

ΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΣΤΙΣ ΗΠΑ

Ο πρόεδρος Τραμπ έχει τώρα την ομάδα εξωτερικής πολιτικής που αντικατοπτρίζει τις απόψεις του και θα υποστηρίξει τις πολιτικές του.

Οι δύο σημαντικότεροι ανώτεροι σύμβουλοι αυτής της ομάδας που ασχολούνται με τις τουρκικές σχέσεις είναι ο John Bolton, υπό τον επίσημο τίτλο «Βοηθός του Προέδρου για Θέματα Εθνικής Ασφάλειας» (Assistant to the President for National Security Affairs, APNSA), αλλά αναφέρεται ως Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας (National Security Advisor) και ο Michael Pompeo, ο υπουργός Εξωτερικών.

Δεδομένης της γεωστρατηγικώς προεξάρχουσας θέσης της Τουρκίας και του μεγέθους του στρατού της, ο στρατηγός James Mattis, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, διαδραματίζει σχεδόν τόσο σημαντικό ρόλο όσο και ο Pompeo στην διαμόρφωση και εφαρμογή της πολιτικής των ΗΠΑ έναντι της συμμάχου στο NATO, Τουρκίας. (Ενώ εμπλέκεται με διάφορα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, ο αντιπρόεδρος Pence δεν παίζει τόσο σημαντικό ρόλο σε θέματα εξωτερικής πολιτικής όσο ο προκάτοχός του, Joe Biden).

Δεδομένων των πολλών θεμάτων που χειρίζονται αυτοί οι ανώτεροι ηγέτες / σύμβουλοι, πρέπει να κοιτάξουμε ένα ή δύο επίπεδα πιο κάτω για να βρούμε αξιωματούχους που έχουν ένα πιο τακτικό και βαθύ ενδιαφέρον και δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στις συζητήσεις για την πολιτική των ΗΠΑ έναντι της Τουρκίας.

Τρεις από αυτούς είναι η Fiona Hill, η ανώτερη διευθύντρια για την Ευρώπη στο προσωπικό του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας (National Security Council, NSC), ο Α. Wess Mitchell, υφυπουργός για τις Ευρωπαϊκές και Ευρασιατικές Υποθέσεις στο Υπουργείο Εξωτερικών, και ο Tom Goffus, αναπληρωτής υφυπουργός Άμυνας για την Ευρωπαϊκή Πολιτική και το ΝΑΤΟ. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δύο τελευταίοι αξιωματούχοι μίλησαν πρόσφατα δημοσίως για τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Τουρκία, συγκεκριμένα όσον αφορά τη μεταβίβαση των αεροσκαφών F-35 στην Τουρκία.  

Τέλος, δεν πρέπει να αγνοηθεί ο ρόλος του διπλωματικού προσωπικού των ΗΠΑ στην Τουρκία στην Πρεσβεία στην Άγκυρα, στο Γενικό Προξενείο στην Κωνσταντινούπολη και στο Προξενείο στα Άδανα, παρόλο που φαίνεται ότι η διοίκηση του Τραμπ διαμορφώνει πολιτική χωρίς να επιδιώκει μεγάλη ενημέρωση από το πεδίο.

Το υπόβαθρο των τριών συμβούλων εθνικής ασφάλειας και των ανώτερων Αμερικανών διπλωματών στην Τουρκία δείχνει ότι, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εκλογών, οι σχέσεις των ΗΠΑ με την Τουρκία θα συνεχίσουν να τυγχάνουν διαχείρισης επαγγελματικά, με μια εστίαση σε τομείς αμοιβαίων συμφερόντων (κατανίκηση της τρομοκρατίας, μεγαλύτερη σταθερότητα στη Μέση Ανατολή), συγκρατώντας παράλληλα τα θερμά ζητήματα (οι σχέσεις της Τουρκίας με το Ιράν και την Ρωσία, η αμερικανική συνεργασία με τις PYD/YPG στην Συρία, η συνέχιση της δίωξης του πάστορα Brunson κ.λπ.) από το να εκραγούν.

Η κυρία Hill και ο κ. Mitchell προέρχονται από την κοινότητα των πανεπιστημίων και του σχεδιασμού πολιτικών, έναν συνδυασμό ακαδημαϊκών οργανισμών και οργανισμών πολιτικής (think-tanks) που ασκούν αυξανόμενη επιρροή στα ενδοκυβερνητικά γραφεία διαμόρφωσης πολιτικής επί δεκαετίες. Αμφότεροι έχουν ισχυρό υπόβαθρο στις ρωσικές σπουδές και έχουν γράψει δυσμενώς για τις προσπάθειες του Πούτιν να κάνει την Ρωσία να διαδραματίζει υπερβολικό ρόλο σε χώρες στα -ή κοντά στα- σύνορά της, όπως στην Ουκρανία και την Ανατολική Ευρώπη, την Κεντρική Ασία και τη Μέση Ανατολή.

Τα δημοσιεύματά τους αντικατοπτρίζουν την βαθιά ανησυχία ότι ο Πούτιν επιδιώκει να αποσταθεροποιήσει την Συμμαχία του ΝΑΤΟ. Έτσι, οι στενότερες σχέσεις της Τουρκίας με την Ρωσία τα τελευταία χρόνια είναι ιδιαίτερα ανησυχητικές, καθώς εγείρουν ερωτήματα αν η Ρωσία έχει έναν de facto σύμμαχο (με άλλα λόγια ένα δούρειο ίππο) μέσα στην de jure συμμαχία του ΝΑΤΟ. 

Ο κ. Goffus υπηρέτησε στον στρατό των ΗΠΑ και στην συνέχεια εργάστηκε ως ανώτερος υπάλληλος στην Επιτροπή Ενόπλων Δυνάμεων της Γερουσίας, ως βασικός σύμβουλος του προσωπικού σχετικά με την διεθνή αμυντική συνεργασία, δηλαδή τις μεταφορές όπλων, μεταξύ άλλων τομέων εξειδίκευσης. Η προηγούμενη στρατιωτική του εμπειρία, συμπεριλαμβανομένης μιας απόσπασής του ως στρατιωτικού συμβούλου στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και στο προσωπικό του NSC, του έδωσε ένα εύρος εμπειρίας και γνώσης σχετικά με την χάραξη πολιτικής των ΗΠΑ που θα υπηρετήσει καλά τον υπουργό Mattis. Επίσης, ήταν πιλότος σε αμερικανικά αεροσκάφη στην αεροπορική βάση των ΗΠΑ στο Incirlik της Τουρκίας, κάτι που του δίνει μια εξοικείωση με την Τουρκία που πολλοί άλλοι στην κοινότητα διαμόρφωσης πολιτικής δεν έχουν.

Το διπλωματικό προσωπικό των ΗΠΑ στην Τουρκία θα συνεχίσει να τοποθετεί τις τουρκικές εξελίξεις στο γενικότερο πλαίσιο, για τους διαμορφωτές πολιτικής της Ουάσινγκτον υπό την ηγεσία του αρχηγού της αποστολής τους, «Charge d'affaires» Kosnett, ενός έμπειρου επαγγελματία που υπηρέτησε στην Τουρκία παλαιότερα, καθώς και σε άλλες χώρες της περιοχής.

ΚΟΓΚΡΕΣΟ

Αν και έχει χυθεί πολύ μελάνι για το Κογκρέσο που παρενέβη για να σταματήσει τη μεταβίβαση αεροσκαφών F-35 στην Τουρκία, το Κογκρέσο διαδραματίζει έναν αντιδραστικό και όχι έναν διαμορφωτικό ρόλο στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, δηλαδή αντιδρά στις πολιτικές που διατυπώνει ο εκτελεστικός κλάδος, και το προχωράει τόσο μέχρι που επιβάλει κυρώσεις ή προϋποθέσεις στις σχέσεις των ΗΠΑ με άλλες χώρες εν μέσω αντιρρήσεων του Λευκού Οίκου, αν και συνήθως υπό τον όρο ότι ο Πρόεδρος μπορεί να παραιτηθεί από τις κυρώσεις ή τις προϋποθέσεις για λόγους εθνικής ασφάλειας.

Αυτό σημαίνει ότι το Κογκρέσο, και ιδίως η Γερουσία που μπορεί να αρνηθεί την συγκατάθεσή της για τον διορισμό των πρέσβεων και των ανώτερων διορισμένων υπαλλήλων, δεν ελέγχει από την αρχή την διαμόρφωση της αμερικανικής πολιτικής, όσο [σημαίνει] ότι προσπαθεί να επηρεάσει την εφαρμογή της πολιτικής ως απάντηση σε προσωπικές ή λαϊκές ανησυχίες. Για παράδειγμα, το πρόσφατο νομοσχέδιο της Γερουσίας για την απαγόρευση της μεταβίβασης των F-35 στην Τουρκία είναι μια απάντηση στις ανησυχίες για την αυξανόμενη ρωσική επιρροή σε έναν σύμμαχο στο ΝΑΤΟ, και την προφανή πολιτική δίωξη του πάστορα Andrew Branson, μεταξύ άλλων προβλημάτων, όπως οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016, ενώ η πολιτική απόφαση να ενταχθεί η Τουρκία στην παραγωγή και εξαγορά των F-35 ήταν μια πολιτική απόφαση που διατυπώθηκε μέσα στον εκτελεστικό κλάδο εδώ και πολλά χρόνια. Η διαδικασία αυτή περιλάμβανε τακτικές διαβουλεύσεις με το Κογκρέσο, αλλά ο εκτελεστικός κλάδος κατευθύνει την εξωτερική πολιτική και διαφυλάττει αυστηρά το προνόμιό του να το πράττει. Δεν ήταν έκπληξη το γεγονός ότι ο υπουργός Άμυνας, Mattis, ανέφερε ότι συνεργάστηκε με το Κογκρέσο για να διατηρήσει σταθερά την πολιτική όσον αφορά τα F-35 και την Τουρκία στα χέρια του εκτελεστικού κλάδου.

ΑΛΛΕΣ ΦΩΝΕΣ

Εκτός από τους φορείς του εκτελεστικού και του νομοθετικού κλάδου που διαμορφώνουν, εφαρμόζουν ή επηρεάζουν την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, υπάρχει ο αστερισμός ακαδημαϊκών, των ειδικών στην πολιτική, των δημοσιογράφων, των ερευνητών στα think-tank, και των λομπιστών που επιδιώκουν να επηρεάσουν την διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής. Και ενώ μερικοί από αυτήν την κοινότητα, όπως η Fiona Hill και ο A. Wess Mitchell, μπορεί να έχουν μετακινηθεί στον εκτελεστικό κλάδο, η διοίκηση Trump φαίνεται λιγότερο διατεθειμένη να αναζητήσει ή να δεχθεί συμβουλές από τα αστέρια της κοινότητας της εξωτερικής πολιτικής στην Ουάσινγκτον, λόγω της δημόσιας απόρριψης του Trump από κορυφαίες φωνές της κοινότητας της εξωτερικής πολιτικής, πολύ πριν από την εκλογική νίκη του.

ΟΙ ΔΡΩΝΤΕΣ ΑΛΛΑΖΟΥΝ - ΤΑ ΙΔΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΝ

Συνοπτικά, οι περιοχές έντασης μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Τουρκίας -η επιβολή κυρώσεων κατά του Ιράν, η αγορά αμυντικών συστημάτων από την Ρωσία, η στήριξη των ΗΠΑ προς τις PYD/YPG στην καταπολέμηση των υπολειμμάτων του ISIS, η αποδοχή της κυριαρχίας του Ισραήλ επί της Ιερουσαλήμ, η μη έκδοση του Fethullah Gulen, οι διαξιφισμοί για την αξιοποίηση των υδρογονανθράκων στην Κύπρο- θα συνεχίσουν να παράγουν θερμότητα, αλλά ελάχιστο φως στις σχέσεις μεταξύ των δύο συμμάχων του ΝΑΤΟ, ακόμη και όταν οι Αμερικανοί αξιωματούχοι προσπαθούν να συγκρατήσουν τις εντάσεις το να εκραγούν, καθώς υπάρχει ελάχιστη πιθανότητα οι μετεκλογικές Αρχές της Τουρκίας να μην υιοθετήσουν μια έντονα εθνικιστική εξωτερική πολιτική. Μόνο με την περίπτωση του πάστορα Brunson, τον οποίο ανέφερε ο Ερντογάν ως διαπραγματευτικό χαρτί για την έκδοση του Gulen, μπορεί να σημειωθεί κάποια βελτίωση στις σχέσεις. Είναι σαφές ότι η απελευθέρωσή του για ανθρωπιστικούς ή παρόμοιους λόγους θα άμβλυνε τον θυμό πολλών στο Κογκρέσο των ΗΠΑ και θα διευκόλυνε τις προσπάθειες του εκτελεστικού κλάδου να συνεχίσει την στενή συνεργασία με την Τουρκία, ανεξάρτητα από το ποιος καθοδηγεί την εξωτερική πολιτική της. 

ΠΗΓΗ: https://ahvalnews.com/turkey/us-turkey-policy-not-changing-post-elections