Η Μέρκελ και η λιτότητα

Γιάννης Σιώτος
Γιάννης Σιώτος

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πανηγυρίζουν για το διαφαινόμενο τέλος της εποχής Μέρκελ, καθώς στο πρόσωπό της βλέπουν τον άνθρωπο που επέβαλλε την πολιτική λιτότητας στον Νότο της Ευρώπης, ακολουθώντας μεθόδους στις οποίες η πολιτική και η οικονομική βία ήταν το κύριο συστατικό τους.

Δυστυχώς, αγνοώντας τα διδάγματα της ιστορίας, ακολουθούν μονοπάτια που παραπέμπουν περισσότερο στην ταινία του Σέρτζιο Λεόνε «Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος», υποβαθμίζοντας την ανάλυση των πραγματικών δεδομένων που οδηγούν τον πολιτικό να κάνει τις επιλογές του. 

Η κυρία Μέρκελ είναι περισσότερο ρεαλίστρια από ιδεολόγος, και αυτό προκύπτει αν μελετήσει κανείς τις σημαντικότερες πολιτικές αποφάσεις που πήρε στην θητεία της ως καγκελάριος. Θυμηθείτε την σκληρή της στάση κατά την διάρκεια της οικονομικής κρίσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν οι επιθετικές πολιτικές της υπέρ της λιτότητας αψήφησαν την λογική και τις συμβουλές οικονομολόγων και ξένων πολιτικών. Θυμηθείτε, επίσης, τον ισχυρισμό της το 2010 ότι η πολυπολιτισμικότητα «είχε τελείως αποτύχει». Συγκρίνετε τις επιλογές αυτές με εκείνες για το προσφυγικό αλλά και την ανάπτυξη της πυρηνικής ενέργειας, για παράδειγμα  το 2011, όταν η Μέρκελ πίεσε να σταματήσει η πυρηνική ενέργεια μετά την καταστροφή της Φουκουσίμα. Στο ίδιο πνεύμα, η απόφασή της να μην κλείσει τα σύνορα της Γερμανίας σε εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες το 2015 προκάλεσε αντίδραση στο κόμμα της και της προσέδωσε την περιφρόνηση ισχυρών λαϊκών εφημερίδων. Η αρχικά ανοιχτή αγκαλιά της Μέρκελ προς τους πρόσφυγες επιτάχυνε την άνοδο του ακροδεξιού ΑfD που είναι τώρα ηγέτης της αντιπολίτευσης στο κοινοβούλιο. 

Δεν θα ήταν υπερβολή αν υποστήριζε κανείς ότι πολλές από τις αποφάσεις της μπορεί να κινούνται στο πλαίσιο της πολιτικής που ακολούθησε ο Χέλμουτ Κολ, καγκελάριος του CDU στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, που στην εποχή του συνέβαλε τα μέγιστα στην  ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Αν σε αυτά προστεθεί και η εμπειρία από την διακυβέρνηση Σρέντερ (καγκελάριος από το 1998 ως το 2005), τότε συνειδητοποιεί κανείς ότι δεν υπάρχει «πολιτική Μέρκελ» αλλά ένα διαχρονικό πλαίσιο το οποίο εξυπηρετεί έναν και μοναδικό στόχο: Την κυριαρχία της Γερμανίας, καταρχήν στην ηπειρωτική Ευρώπη.   

Ο σοσιαλδημοκράτης Σρέντερ , ηγήθηκε κυβέρνησης συνασπισμού με το κόμμα των Πρασίνων από το 1998 έως το 2005. Στις αρχές του 2005, ο Σρέντερ πέρασε από το κοινοβούλιο ένα τεράστιο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων το οποίο αποκάλεσε Ατζέντα 2010. Με την πράξη του αυτή δημιούργησε πολιτικό κόστος και όταν προχώρησε σε πρόωρες εκλογές το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς, ο Σρέντερ έχασε την εξουσία. Αλλά η Ατζέντα 2010 επιβίωσε και περιέστειλε με επιτυχία το κράτος πρόνοιας, μεταξύ άλλων μειώνοντας τα επιδόματα ανεργίας για να ενθαρρύνει την εργασία, χαλαρώνοντας τις αυστηρές ρυθμιστικές πρακτικές και διαμορφώνοντας μια μεγάλη συμφωνία με τα εργατικά συνδικάτα, όπου οι συνδικαλιστές δέχθηκαν να κρατηθούν οι μισθοί σε χαμηλά επίπεδα με αντάλλαγμα την εξασφάλιση των θέσεων εργασίας.

Κοντολογίς, η αποχώρηση της κυρίας Μέρκελ δεν σημαίνει ότι θα εγκαταλειφθεί η πολιτική της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας που έχει επιβάλλει στην Ευρώπη ούτε η –έμμεση- επιτροπεία που ακολουθεί για να εξασφαλίσει τα συμφέροντά της στις χώρες που επλήγησαν από την οικονομική κρίση. Και τούτο διότι οι πολιτικές αυτές είναι η κοινή συνισταμένη όλου του γερμανικού πολιτικού συστήματος -μηδέ των Πρασίνων εξαιρουμένων.

Αντίθετα, το πιο πιθανό είναι ότι οι διάδοχοί της θα γίνουν ακόμα πιο επιθετικοί και απαιτητικοί αφού  η Γερμανία κάθε μέρα που περνά βρίσκεται πιο κοντά στον ακραίο συντηρητισμό. Άλλωστε, αν καταγράψει κανείς τα ονόματα εκείνων που εμφανίζονται  ως διάδοχοι της κυρίας Μέρκελ αντιλαμβάνεται ότι για το Βερολίνο η λιτότητα είναι… όπλο. Στην λίστα των δελφίνων βρίσκονται ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, η γενική γραμματέας της CDU, Ανεγκρέτ Κραμπ-Καρενμπάουερ, ο  νυν υπουργός Υγείας και πρώην «δεξί χέρι» του Σόιμπλε στο υπουργείο Οικονομικών Γενς Σπαν, που όταν πέρασε το υπουργείο Οικονομικών σε σοσιαλδημοκρατικά χέρια είχε δηλώσει: «Δεν θέλω να ανοίξουν σαμπάνιες στον Αλέξη Τσίπρα επειδή ορισμένοι πιστεύουν πως με έναν σοσιαλδημοκράτη υπουργό θα υπάρξουν ξανά περισσότερα χρέη και λιγότερες μεταρρυθμίσεις»... Επίσης είναι  ο Άρμιν Λάσετ και ο Φρίντριχ Μερτς. Όλοι τους θεωρούνται -άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο- πιο συντηρητικοί από την Άνγκελα Μέρκελ.

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Πολύ απλά ότι η λιτότητα που υπαγορεύει το Σύμφωνο Σταθερότητας θα εξακολουθήσει να επιβάλλεται, ανεξάρτητα από το αν η Μέρκελ βρίσκεται στην Καγκελαρία, καθώς είναι ένα εργαλείο της πολιτικής για τον οικονομικό έλεγχο της ΕΕ. Αυτό, όμως, που ίσως να αλλάξει προς το χειρότερο είναι οι μέθοδοι επιβολής που μπορεί να γίνουν ακόμα πιο βίαιες και πιο απροκάλυπτες. Και αυτό, σήμερα που η  μνήμη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μαζί με αυτήν η αίσθηση ευθύνης της Γερμανίας στην Ευρώπη, εξασθενούν ,δεν προοιωνίζεται τίποτα καλό για την ήπειρο.