Τα σκληρά διδάγματα από την επίθεση κατά του Γ. Μπουτάρη

Δημήτρης Γαλαμάτης
Δημήτρης Γαλαμάτης

Ο απόλυτα καταδικαστέος προπηλακισμός του δημάρχου Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη, μπροστά στον Λευκό Πύργο, από μια μικρή ομάδα φανατικών, θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή για ταχεία ωρίμανση του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί, αλλά και της νοοτροπίας που αποπνέει το πολιτικό προσωπικό αφενός, αλλά και μιας απότομης αφύπνισης των κοινωνικών δυνάμεων από την άλλη, ώστε να μην αφήνεται να εκπροσωπείται μια κοινωνία από περιπτώσεις που δρουν εκτός δημοκρατικών αρχών και αξιών. Θα μπορούσε να είναι ένα γερό ταρακούνημα.

Όμως, οι δημόσιες αντιδράσεις του πολιτικού προσωπικού απέδειξαν πως δεν είναι διατεθειμένο να ξεφύγει από το βολικό στερεότυπο, πάνω στο οποίο έχει στρογγυλοκαθίσει εδώ και δεκαετίες. Πανομοιότυπες οι ανακοινώσεις περί καταδίκης της βίας, περί της «δημοκρατίας που δεν φοβάται και δεν απειλείται», διανθισμένες από τις αντίστοιχες φράσεις κομματικής υποκρισίας και άγονης ιδεοληψίας. Ο πρωθυπουργός έσπευσε να μιλήσει για ακροδεξιά στοιχεία, όταν σε παρόμοιες εκφράσεις ακτιβισμού του Ρουβίκωνα μιλά για πολιτικές ομάδες και άλλα τινά, ενώ η ΝΔ φρόντισε από όλο το συμβάν να απομονώσει και να υπογραμμίσει την αδυναμία των σωμάτων ασφαλείας να επιβάλουν την τάξη. Το τοπικό πολιτικό προσωπικό, παπαγαλίζοντας, καταδίκασε την βία από όπου κι αν προέρχεται και κάποιοι, απολύτως εξαρτημένοι από τα δόγματά τους, ανέδειξαν το τεράστιο πολιτικό κεφάλαιο του Μπουτάρη, που προκαλεί και ερεθίζει τους ανεγκέφαλους, αυτούς που ο ίδιος λίγες μέρες πριν είχε χαρακτηρίσει ως διανοητικά καθυστερημένους.

Κανείς όμως δεν μίλησε για την ταμπακιέρα.

Κανείς δεν θέλησε, για άλλη μια φορά, να διαβάσει το κοινωνικό περιβάλλον, τις βαθύτερες κοινωνικές διεργασίες που έχουν επισυμβεί στον τόπο, ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία και έχουν οδηγήσει σε συμβάντα σαν κι αυτό.

Από τις εκατοντάδες των συγκεντρωμένων στην εκδήλωση δεν βρέθηκαν 10-15 άνθρωποι να μπουν μπροστά, ως ασπίδα δημοκρατίας και όχι ως σωματοφύλακες του δημάρχου. Το γεγονός αυτό φανερώνει πως η κοινωνία είναι παραιτημένη. Δείχνει πως δεν είναι διατεθειμένη να μπει μπροστά. Ίσως φοβάται να μην μπλέξει, ίσως έχει συμβιβαστεί με την ιδέα πως θα ήταν μάταιο να εμπλακεί σε ένα συμβάν για να διαφυλάξει τα ιερά και τα όσια της δημοκρατίας, καθώς, όποτε το έκανε, στιγματίστηκε, και από την θέση του υπερασπιστή της βρέθηκε απολογούμενη, υπερασπιζόμενη τον εαυτό της.

Ίσως να περίμενε μια θεσμική αντίδραση πρώτα, από τα στελέχη της αστυνομίας που ήταν εκεί, τα οποία όμως, όπως δείχνουν τα πλάνα, λειτούργησαν σαν ανήμπορες ηλικιωμένες κυρίες, που εκλιπαρούσαν τους μανιώδεις φανατικούς να ηρεμήσουν. Ένστολοι που έμοιαζαν, τρέχοντας δίπλα και παράλληλά τους, σαν να τους νουθετούν: «..μη, δεν κάνουν τέτοιες πράξεις τα καλά παιδιά». Ίσως κάποιοι και να σάστισαν, όταν έβλεπαν μια αρκετά μεγάλη ομάδα ανθρώπων εκείνη την στιγμή να συμμετέχουν στο γεγονός, με μοναδική τους έγνοια να τραβήξουν μια καλή φωτογραφία ή να βιντεοσκοπήσουν ένα ευκρινές πλάνο και τίποτα περισσότερο.

Θέλησε άραγε κάποιος να μπει στον κόπο και να αναρωτηθεί, σε ποιο σημείο και σε ποιο βαθμό η πολιτική τάξη και στην κεντρική πολιτική σκηνή, αλλά και στην αυτοδιοίκηση, έχει τις δικές της ευθύνες, ώστε σήμερα να υπάρχουν μικρές ομάδες πολιτών, που αποφάσισαν σε μια δημοκρατία, να απαντούν σε όποιον διαφωνούν με μπουνιές και κλωτσιές, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία να βρίσκεται στη… γαλαρία, σιωπηλή και απρόθυμη να αντιδράσει;

Μήπως, όμως, για χρόνια αυτή ήταν η επιδίωξη; Να θέσουν μεγάλα τμήματα της κοινωνίας στις πίσω θέσεις, να τα καταστήσουν φοβικά , χωρίς αυτοεκτίμηση, ώστε να μένει το πεδίο ελεύθερο στους ίδιους να μακροημερεύουν στα δημόσια πράγματα και να έχουν ως μοναδικούς αντιπάλους κάποιους λίγους, που θα τους λοιδορούν και θα τους προπηλακίζουν; Μήπως επέλεξαν και δούλεψαν μεθοδικά για να πετύχουν, από το να απειλείται η καρέκλα τους, να απειλείται κατά καιρούς η σωματική τους ακεραιότητα και η αξιοπρέπειά τους, κάτι που εύκολα μάλλον μπορούν να αντιμετωπίσουν, με αυξημένα μέτρα ασφαλείας και με λιγότερες βόλτες στο δρόμο;

Όταν για δεκαετίες η κατάσταση της χώρας δια στόματος του πολιτικού προσωπικού είναι ένα κυλιόμενο χάος, αφού μετά από κάθε εκλογές ακούμε ότι την νεοεκλεγμένη κυβέρνηση να παραλαμβάνει χάος από την προηγούμενη, όταν το μισό πολιτικό προσωπικό κατηγορεί το άλλο μισό για την καταστροφή της οικονομίας, τα μνημόνια και όσα ζούμε τα τελευταία εννιά χρόνια, όταν λίγους μήνες πριν το τέλος του προγράμματος διάσωσης δεν γνωρίζουμε μια ολοκληρωμένη πρόταση ανασυγκρότησης της χώρας για τη νέα περίοδο που ξεκινά, όταν μετά από κάθε φυσική καταστροφή δεν υπάρχει κάποιος που έχει την ευθύνη και το χειρότερο δεν ξεκινά μια προσπάθεια θωράκισης των πόλεων, αλλά αναμένουμε στωικά την επόμενη, όταν το ένα κόμμα απειλεί το άλλο , με ή χωρίς αιτία, με ειδικά δικαστήρια, φυλακές και διώξεις, όταν η αθυροστομία και η αγένεια πολιτικών προσώπων παρουσιάζεται ως πρόοδος και νεωτερισμός, όταν οι περιφερόμενες, από κόμμα σε κόμμα, πολιτευόμενες περσόνες δεν καταδικάζονται ως πολιτική αγυρτεία διεκδίκησης θώκου, αλλά ωραιοποιούνται και παρουσιάζονται ως δήθεν διεύρυνση και συστράτευση, γι αυτό και ανταμείβονται με υψηλές θέσεις ευθύνης εντός των κομμάτων υποδοχής, όταν συστηματικά καλλιεργείται ένα κλίμα φόβου και ενοχών στους πολίτες, με τις διάφορες λίστες επιόρκων, φοροδιαφευγόντων, κλπ, και με ποταπά ευφυολογήματα του τύπου «μαζί τα φάγαμε», όταν η κορυφή της δικαιοσύνης ξαφνικά ευαισθητοποιείται γιατί διέρρευσε μια δικαστική απόφαση, την στιγμή που για δεκαετίες δεν υπάρχει δικογραφία που να μην έχει παρουσιαστεί «κατά αποκλειστικότητα» σε μεγάλα κανάλια, σε εφημερίδες, αλλά και ενημερωτικά σάιτ της ελληνικής επαρχίας, ενώ οι ποινικές διώξεις προαναγγέλλονται δημοσίως, πολλές φορές πολύ πριν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι λάβουν γνώση, τότε οι συνέπειες μοιραία αποτυπώνονται στην λειτουργία της κοινωνίας.

Τότε, το κοινό που δυνητικά νοιάζεται και έχει την διάθεση και την ελάχιστη επάρκεια για να συνδράμει στο μέλλον της χώρας, διστάζει, απομακρύνεται, δεν αντιδρά και ο κοινωνικός χώρος μένει ελεύθερος και εν πολλοίς ανεξέλεγκτος, σε ακραία στοιχεία, που δεν μιλούν, ούτε σκέπτονται, αλλά λειτουργούν ενστικτωδώς.

Δυστυχώς για όλους μας, η πολιτική τάξη φαίνεται πως έχει διαλέξει αυτό το κοινό, όχι για να σώσει την χώρα και να ανατάξει τις ζημιές της, αλλά γιατί έτσι έχει πειστεί πως εξασφαλίζει την δική της επιβίωση και παραμονή στα δημόσια πράγματα. Καταδικάζουν την βία και τους προπηλακισμούς οι ίδιοι άνθρωποι και οι ίδιοι σχηματισμοί που για χρόνια έχουν αναγάγει τον διχασμό σε βασικό εργαλείο άσκησης πολιτικής. Τους αρκεί μέσα από τις διχαστικές κραυγές να πάρουν με το μέρος τους το χρήσιμο εκείνο μέρος του πληθυσμού, που ικανοποιεί το εκλογικό τους σκορ το βράδυ των εκλογών και αρκούνται σε κροκοδείλια δάκρυα κάθε φορά που ζούμε ένα συμβάν σαν το χθεσινό.

Η μόνη έγνοια το εκλογικό σκορ.

Γι’ αυτό και η κουβέντα που γίνεται σήμερα για την απλή αναλογική, τόσο στις εθνικές, όσο και στις αυτοδιοικητικές εκλογές, δεν περιλαμβάνει ούτε κατ’ ελάχιστο πολιτικά στοιχεία και κοινωνικές διεργασίες, αλλά περιορίζεται στις αριθμητικές δυνατότητες που δίνει το ένα ή το άλλο σύστημα στον σχηματισμό ισχυρών κυβερνήσεων και αδιαμφισβήτητων δημάρχων. Γι’ αυτό και η κουβέντα δεν γίνεται για το πώς όλες οι εκατοντάδες χιλιάδες των, νέων κατά τεκμήριο, ανθρώπων που έφυγαν από την χώρα τα τελευταία χρόνια θα γυρίσουν και πάλι εδώ, αλλά περιορίζεται στο πώς και αν θα ψηφίσουν. Σαν να τους λέει έμμεσα η χώρα ότι «σας έχουμε ξεγράψει εκεί, έχουμε συμβιβαστεί, ίσως και βολευτεί, με την απουσία σας και το μόνο που θέλουμε και σας προσφέρουμε είναι να (μας) ψηφίζετε». Γι’ αυτό τελικά έχει εκλείψει κάθε έννοια συνεργασίας και συμφωνίας και για μικρά αλλά και μείζονα ζητήματα του τόπου. Ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες που οι πολίτες με την ψήφο τους, μάλιστα με την πιο ενισχυμένη αναλογική του πλανήτη, όπου ψηφίζεις για να σε εκπροσωπήσουν 300 βουλευτές και το εκλογικό σύστημα διανέμει τους 250 , ενώ οι υπόλοιποι 50 χαρίζονται στο πρώτο κόμμα, οδήγησαν σε πολυκομματικές κυβερνήσεις, αυτή η εντολή δεν ερμηνεύτηκε, από τους σχηματισμούς που προέκυψαν, ως βούληση των πολιτών για συνεργασία και σύνθεση. Για μια άλλη προοπτική για την χώρα και για βελτίωση της ζωής των πολλών, αλλά αυθαίρετα αξιοποιήθηκε ως μια ευκαιρία διανομής οφίκιων, Υπουργείων και κρατικών αμειβόμενων θέσεων, στα ολίγα επιμέρους κομματικά στελέχη, ανάλογα με τα ποσοστά ενός εκάστου κόμματους στις εκλογές που προηγήθηκαν.

Αν κάτι λοιπόν πρέπει να κρατήσουμε από το χθεσινό θλιβερό συμβάν, και με αυτό να συνοδεύσουμε τα λόγια συμπάθειας προς τον Γιάννη Μπουτάρη, είναι πως δεν υπάρχει πια άλλος χώρος, ούτε περισσεύει χρόνος στους καιρούς μας, για διχόνοιες και διχασμούς.

Όσοι πιστεύουν αυτά που κατά καιρούς ισχυρίζονται, αλλά και δημόσια ισχυρίζονται αυτά που πραγματικά πιστεύουν, που συνοπτικά περιγράφουν μια φιλοδοξία τους, μια λαχτάρα για προσφορά και μια διάθεση των δυνάμεων τους στο κοινό καλό, όσοι διατρανώνουν την βούλησή τους να κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους, για να βελτιώσουν τις ζωές των ανθρώπων και να αναγεννήσουν μια διαλυμένη και κουρασμένη από την κρίση χώρα, θα πρέπει να απλώσουν χέρι συνεργασίας και να αρθρώσουν λέξεις συνεννόησης, χωρίς ιδεοληψίες και δογματισμούς. Είναι ο μόνος δρόμος και για να αλλάξει πορεία ο τόπος, αλλά και να ξεβρομίσει ο κοινωνικός χώρος από στοιχεία σαν αυτά που χθες κραύγαζαν, κλωτσούσαν και προπηλάκιζαν έναν μεγάλο σε ηλικία άνθρωπο, επειδή διαφωνούσαν μαζί του.

Όλα τα υπόλοιπα είναι φληναφήματα και κορώνες εντυπωσιασμού. Είναι ουσιαστικά το καμουφλάζ, εκείνων που κινούνται στην δημόσια σφαίρα και έχουν αποφασίσει να ποντάρουν στον διχασμό των ανθρώπων, όχι μόνο περιφρονώντας τα επίχειρά του όπως το χθεσινό, αλλά αξιοποιώντας τα κιόλας, ώστε να μετατρέπουν την κριτική που τους αναλογεί σε κανονικές συνθήκες, σε πιθανή ηρωοποίηση που μοιραία προκαλεί ένα λιντσάρισμα ή ένας προπηλακισμός.

 

*Ο Δημήτρης Γαλαμάτης είναι πρώην Βουλευτής.