Το ευρώ και ο Σαλβίνι

Σαλβίνι

Για πολλούς, η σύγκρουση της ιταλικής κυβέρνησης με το Βερολίνο, το Παρίσι και το διευθυντήριο των Βρυξελλών είναι μια υπόθεση πολιτική. Και, όπως συμβαίνει συχνά την τελευταία δεκαετία, οι ισχυροί έχουν επιλέξει να την εμφανίσουν ως μια αντιπαράθεση μεταξύ λαϊκιστών και ευρωπαϊστών. Μια βολική προσέγγιση για την Άνγκελα Μέρκελ και τον Εμμανουέλ Μακρόν καθώς με τον τρόπο αυτό κρύβουν από τους Ευρωπαίους την ουσία της διαμάχης που δεν είναι άλλη παρά το ευρώ, ή μάλλον η αποτυχία του που αποτελεί την αναπόφευκτη συνέπεια του να επιβάλεις ένα νόμισμα σε μια ομάδα πολύ ετερογενών χωρών, όχι για οικονομικούς λόγους αλλά για πολιτικούς.

Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί είχαν ως επιχείρημα το ότι η χρήση ενός κοινού νομίσματος θα εμφυσήσει στους πολίτες τους εντονότερα την αίσθηση ότι ανήκουν σε μια ευρωπαϊκή κοινότητα, και ότι η μετατόπιση των ευθυνών για την νομισματική πολιτική από το εθνικό επίπεδο σε μια κεντρική τράπεζα στην Φρανκφούρτη θα σηματοδοτούσε και μια μετατόπιση πολιτικών δυνάμεων. Όλοι μπορούν να κάνουν λάθη. Στην περίπτωση του ευρώ, όμως, δεν μιλάμε για λάθος αλλά για την πιο ακραία μορφή πολιτικού καιροσκοπισμού και τυχοδιωκτισμού. 

Μια πολιτική επιλογή για τις ολέθριες συνέπειες της οποίας είχαν προειδοποιήσει πολλοί, πολύ πριν παρουσιαστεί το ευρώ. Από την δεκαετία του ΄90 οι οικονομολόγοι επισήμαναν τις δυσμενείς συνέπειες ενός κοινού νομίσματος στις οικονομίες της Ευρώπης. Υποστήριζαν ότι το κοινό νόμισμα προϋποθέτει ότι όλες οι χώρες της οικονομικής ένωσης έχουν την ίδια οικονομική πολιτική και το ίδιο βασικό επιτόκιο, με τα επιτόκια να διαφέρουν ανάμεσα στους δανειστές μόνο εξαιτίας των διαφορών στο πιστωτικό ρίσκο.

Κοινό νόμισμα, επίσης, σημαίνει καθορισμένη ισοτιμία μέσα στη νομισματική ένωση και η ίδια ισοτιμία να σχετίζεται με όλα τα άλλα συναλλάγματα, ακόμα και όταν κάποιες χώρες μέσα στη νομισματική ένωση θα ωφεληθούν από τις αλλαγές στις σχετικές αξίες. Γι' αυτόν τον λόγο, οι οικονομολόγοι εξήγησαν ότι το ευρώ θα οδηγήσει σε μεγαλύτερες διακυμάνσεις στην παραγωγή και τις θέσεις εργασίας, σε μια πιο αργή προσαρμογή στην πτώση της συνολικής ζήτησης και σε επίμονες εμπορικές ανισορροπίες ανάμεσα στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο. Και πράγματι, όλες αυτές οι αρνητικές συνέπειες έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια.

Αποτέλεσμα ήταν να αυξηθεί ραγδαία το ποσοστό δημόσιου και ιδιωτικού χρέους ως προς το ΑΕΠ, σε πολλές χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Ιταλία και η Ισπανία. Παρά το ευνόητο ρίσκο που άφηνε κάτι τέτοιο στους δανειστές, οι παγκόσμιες κεφαλαιακές αγορές δεν ανταποκρίθηκαν αυξάνοντας τα επιτόκια στις χώρες με αυξανόμενο επίπεδο χρέους. Οι αγοραστές ομολόγων υπέθεσαν ότι το ομόλογο μιας χώρας που βρίσκεται στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Ένωση ήταν εξίσου ασφαλές με το ομόλογο μιας άλλης χώρας της ένωσης, αγνοώντας την ρήτρα της μη διάσωσης (no bail-out clause) της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Ως αποτέλεσμα, τα επιτόκια στα ελληνικά και τα ιταλικά ομόλογα είχαν διαφορά από εκείνα των γερμανικών λιγότερο από μια ποσοστιαία μονάδα.

Πριν ιδρυθεί η νομισματική ένωση, τα μεγάλα οικονομικά ελλείμματα γενικά οδηγούσαν σε υψηλότερα επιτόκια ή σε χαμηλότερες τιμές συναλλάγματος. Αυτά τα σημάδια της αγοράς δρούσαν ως μια αυτόματη προειδοποίηση, αλλά η οικονομική ένωση τα εξάλειψε.

Όταν στις αρχές του 2010 οι αγορές αναγνώρισαν το λάθος να θεωρούν όλες τις χώρες της ευρωζώνης εξίσου ασφαλείς, τα επιτόκια άρχισαν να αυξάνουν το κρατικό χρέος της Ελλάδας, της Ιταλίας και της Ισπανίας. Η δομή του ευρώ είχε ως συνέπεια η ελληνική περιπέτεια να επηρεάσει και την Ιταλία, προκαλώντας αύξηση στα επιτόκια των ιταλικών κρατικών ομολόγων που έφτασαν από λιγότερο από 4% τον Απρίλιο του 2010 σε πάνω από 7% τον Νοέμβριο του 2011 -ένα ποσοστό που έκανε το κρατικό χρέος να αυξηθεί γρηγορότερα από το εθνικό εισόδημα.

Αυτά που βλέπουμε να γίνονται σήμερα στην Ιταλία είναι τα αναπόφευκτα αποτελέσματα μιας πολιτικής που υπέταξε τις βασικές οικονομικές αλήθειες στην πολιτική σκοπιμότητα. Το πρόβλημα είναι ότι αφενός η Ιταλία είναι για την υπόλοιπη Ευρώπη πολύ μεγάλη για να αποτύχει τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά, αφετέρου ότι το περιβάλλον σήμερα δεν έχει καμία σχέση με εκείνο του ΄10 , του ΄12 και του ΄15.

Με τον Τραμπ να έχει ανατρέψει βασικές παραδοχές της παγκόσμιας οικονομίας, τους ευρωσκεπτικιστές να καλπάζουν, την Γερμανία να βρίσκεται στο κατώφλι μιας μείζονος πολιτικής κρίσης και την Γαλλία να αναζητά το ρόλο της στην παγκόσμια πολιτική σκηνή, η βίαιη επιβολή "λύσεων" φαίνεται αδύνατη. Έτσι, αργά ή γρήγορα θα επιστρέψουμε στην λογική των συμβιβασμών που αναπότρεπτα θα στοχεύουν στον πυρήνα του ευρώ.