Μύθοι και αλήθειες για τις εξαγωγές

εξαγωγές

Παραδοσιακά ο τομέας παροχής υπηρεσιών συνεισφέρει το μεγαλύτερο ποσοστό στο ΑΕΠ της Ελλάδας ενώ ακολουθούν η βιομηχανία και η γεωργία. Εντούτοις η χώρα χρειάζεται επειγόντως νέες πηγές εσόδων για να μην διολισθήσει και πάλι σε ύφεση μετά το τέλος του τρίτου προγράμματος στήριξης και την έξοδο από τα μνημόνια. Γι΄ αυτό και ελπίζει στην ενίσχυση των εξαγωγών. Παρά την οικονομικά δύσκολη συγκυρία, μεταξύ 2010 και 2017 οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 35,5%, προκαλώντας ανακούφιση σε Αθήνα και Βρυξέλλες.Από τη σύγκριση των διαφόρων κλάδων προκύπτει ένας ξεκάθαρος νικητής: τη μερίδα του λέοντος των ελληνικών εξαγωγών κατέχουν όχι το ελαιόλαδο ή η φέτα, αλλά προϊόντα διύλισης πετρελαίου και άλλα ορυκτά καύσιμα, τα οποία μεταξύ Ιανουαρίου και Μαΐου 2018 αντιστοιχούσαν στο ένα τρίτο των ελληνικών εξαγωγών.Απο τις εξαγωγές "απέχουν" οι μικρομεσαίοι καθώς για αυτούς  οι εξαγωγές δεν είναι τόσο εύκολες όσο για τις μεγάλες επιχειρήσεις.Σε αυτό προστίθενται και τα προβλήματα που άπτονται της χρηματοδότησης. Κατά τη διάρκεια της κρίσης τα δάνεια ήταν δυσεύρετα για τις επιχειρήσεις. Την ίδια ώρα είναι πολύ πιθανό οι τράπεζες να μην δουν ποτέ να τους επιστρέφεται μέρος των χρημάτων που δάνεισαν. Ο όγκος των λεγόμενων μη εξυπηρετούμενων ή κόκκινων δανείων έχει δεκαπλασιαστεί από τα 11 δις ευρώ το 2008 στα 110 δις ευρώ στο αποκορύφωμα της κρίσης. Σήμερα κυμαίνονται στα 94 δις ευρώ. Οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν να μην είναι σε θέση να χρηματοδοτούν τις επιχειρήσεις. Ως εκ τούτου είναι εξαιρετικά δύσκολο για αυτές, κυρίως τις μικρομεσαίες, να ενισχύσουν και να διευρύνουν τις δραστηριότητές τους στο εξωτερικό.Πάντως, παρά την αύξηση που καταγράφεται, οι ελληνικές εξαγωγές συμβάλουν συγκριτικά ελάχιστα στο ΑΕΠ της χώρας.

Φυσικά και συνιστά πλεονέκτημα για τους έλληνες εξαγωγείς όταν πληρώνουν λιγότερα για καλά εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό. Ωστόσο υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος: τα εργατικά κόστη περιλαμβάνουν τόσο το μισθολογικό κόστος όσο και τους φόρους και τις εισφορές. Κατά τη διάρκεια της κρίσης οι μισθοί μειώθηκαν περισσότερο απ΄ ότι το εργατικό κόστος συνολικά.

«Ωστόσο το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που προέκυψε από τη μείωση των μισθών εξανεμίστηκε εν μέρει από την αύξηση του κόστους για φόρους, εισφορές ασφαλιστικών ταμείων, ενέργεια και δάνεια.Χιλιάδες επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να βάλουν λουκέτο ή να μεταφέρουν μέρος των δραστηριοτήτων και αντιπροσωπειών τους σε χώρες με χαμηλότερη φορολογική επιβάρυνση. Αυτό αποδυνάμωσε περαιτέρω την οικονομία.

Σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις της σχετικής κατάταξης, πριν από την Μεγάλη Βρετανία και την Κύπρο, οι οποίες έχουν ειδικευτεί στις εξαγωγές υπηρεσιών και όχι αγαθών.Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να γίνει μια μικρή, αλλά σημαντική εξαγωγική δύναμη. Εντούτοις τα διαρθρωτικά προβλήματα βάζουν σημαντικά προσκόμματα στη διαδικασία της οικονομικής ανάκαμψης. Μεταξύ αυτών η  έλλειψη μεγάλων επιχειρήσεων, οι ελλιπείς δυνατότητες χρηματοδότησης αλλά και η έλλειψη μια εθνικής στρατηγικής για τις εξαγωγές.

Παρά ταύτα η Ελλάδα φαίνεται να βρίσκεται σε καλό δρόμο. Για τις επόμενες δεκαετίες έχει δεσμευτεί βέβαια στην επίτευξη ιδιαίτερα φιλόδοξων δημοσιονομικών στόχων. Μέχρι το 2023 πρέπει να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% επί του ΑΕΠ ενώ στη συνέχεια και μέχρι το 2060 2,2%. Για την τρέχουσα χρονιά οι εκτιμήσεις της κυβέρνησης θέλουν το πλεόνασμα να κλείνει στο 3,8%.