Τα δώρα του Τραμπ σε Πούτιν και Tillerson

Πούτιν, Τράμπ, Ιράν, κυρώσεις, Τιλερσον

Μπορεί ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, να δικαιολόγησε την απόφαση να αποσυρθεί από την συμφωνία με το Ιράν χρησιμοποιώντας την απειλή μιας ιρανικής πυρηνικής βόμβας αλλά αν μελετήσει κανείς τα δεδομένα θα δει μια εντελώς διαφορετική εικόνα στην οποία οι μεγάλοι κερδισμένοι είναι οι αμερικανικές τράπεζες, οι πολυεθνικοί  κολοσσοί της ενέργειας και ο… Πούτιν.

Ο κ. Τραμπ ως επιχειρηματίας έχει ιδιαίτερη σχέση με το δολάριο. Ο Αμερικανός πρόεδρος γνώριζε ότι αν παρέμεινε στην συμφωνία θα έπρεπε σύντομα να αποδεσμεύσει 150 δισ. δολάρια τα οποία το Ιράν θα μπορούσε να αξιοποιήσει με όποιον τρόπο επιθυμούσε. Αυτά τα 150 δισ. που η Ουάσιγκτον θα έπρεπε  να επιστρέψει στην Τεχεράνη είναι το ποσό  το οποίο που αντιστοιχεί στα ιρανικά περιουσιακά στοιχεία που οι ΗΠΑ έχουν «παγώσει»  από την αρχή των προηγούμενων κυρώσεων. Το ποσό είναι τεράστιο ακόμα και για τα δεδομένα της αμερικανικής οικονομίας και σίγουρα ο Τραμπ θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να μη φύγουν εκτός ΗΠΑ.

ΤΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ

Η σχέση του κ. Τραμπ με τις αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες είναι γνωστή. Ο προηγούμενος υπουργός Εξωτερικών, ο Rex Tillerson, ήταν διευθύνων σύμβουλος της Exxon Mobil. Δεν είναι λίγοι εκείνοι οι αναλυτές που συνδέουν την απομάκρυνσή του με την ανάγκη των πετρελαϊκών εταιρειών να ακολουθούν ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική. Και με δεδομένο ότι το Ιράν είναι ένας από τους πιο μεγάλους παραγωγούς είναι πιθανόν οι δύο τους να είχαν εντελώς διαφορετική ατζέντα και προτεραιότητες. Πρέπει να σημειωθεί ότι, στην Ουάσιγκτον, οι Δημοκρατικοί είχαν κατηγορήσει τον Tillerson ότι, όταν είχαν επιβληθεί οι προηγούμενες κυρώσεις στο Ιράν, μέσω της Infineum, μιας ευρωπαϊκής κοινής επιχείρησης της ExxonMobil και της Royal Dutch Shell, έκαναν συναλλαγές με το Ιράν.

Φυσικά, η Exxon Mobil, μόλις ανακοινώθηκε η απόφαση του Τραμπ να αποσυρθεί από την συμφωνία, άρχισε να μετρά κέρδη. Για παράδειγμα, την Δευτέρα, που ο Αμερικανός πρόεδρος ανακοίνωσε τις αποφάσεις του, οι μετοχές της, αυξήθηκαν κατά 4%. Αυτό πρόσθεσε πάνω από 13 δισ. δολάρια στην κεφαλαιοποίηση της Exxon.

Οι προσδοκίες για μια παρατεταμένη άνοδο των τιμών του πετρελαίου είναι διάχυτες στην παγκόσμια οικονομία. Την εβδομάδα που πέρασε οι τιμές του πετρελαίου εκτοξεύτηκαν στο υψηλότερο επίπεδο από το 2014 και πλέον δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι τα 100 δολ. το βαρέλι είναι μια τιμή που μπορεί να επιτευχθεί στο εγγύς μέλλον. Ποιός κερδίζει; Καταρχήν οι πετρελαϊκοί κολοσσοί και οι μέτοχοί τους όπως ο κ. Tillerson (μέρος της περιουσίας του είναι σε stock options  της EXXON) οι οποίοι είχαν δει τα κέρδη τους να περιορίζονται από τις χαμηλές τιμές πετρελαίου.

ΤΑ ΚΕΡΔΗ ΤΟΥ ΠΟΥΤΙΝ

Αλλά ο μεγαλύτερος  κερδισμένος είναι ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, καθώς η ρωσική οικονομία που βασίζεται στα έσοδα από την πώληση του πετρελαίου και του φυσικού αερίου θα πάρει μια βαθιά ανάσα μετά την διπλή πίεση που προκαλούσε ο συνδυασμός των οικονομικών κυρώσεων με τις χαμηλές τιμές της ενέργειας.

Έτσι , οι κυρώσεις στο Ιράν θα είναι ένα θεόσταλτο δώρο στον πρόεδρο της Ρωσίας. Οι αυξημένες τιμές του πετρελαίου θα διασώσουν τον ρωσικό προϋπολογισμό και θα χρηματοδοτήσουν τις προεκλογικές εξαγγελίες του Πούτιν, το κόστος των οποίων υπολογίζεται σε 100 δισ. δολάρια. Επίσης -και αυτό είναι ίσως το σημαντικότερο-  το φράγμα που σήκωσε ο Τραμπ στις ευρωπαϊκές εταιρίες σχετικά με τις κυρώσεις των ΗΠΑ κατά του Ιράν, τελικά  θα ενισχύσει τις οικονομικές συναλλαγές Μόσχας και Τεχεράνης οι οποίες μετά την άρση των κυρώσεων είχαν αρχίσει να φθίνουν. Σύμφωνα με τα στοιχεία, το διμερές εμπόριο ανήλθε σε 1,7 δισεκατομμύρια δολάρια το 2017 (μειωμένο κατά 20% από το προηγούμενο έτος και πολύ χαμηλότερα από 3 δισεκατομμύρια δολάρια ήταν στα τέλη της δεκαετίας του 2000). Το πρόγραμμα των κυρώσεων όχι μόνο δεν επηρεάζει  τις ρώσικες εξαγωγές αλλά διευκολύνει  την ακόμα μεγαλύτερη διείσδυση των ρωσικών και των κινεζικών εταιριών στην ιρανική αγορά καθώς οι εταιρίες τους  θα μπορούν να επενδύουν χωρίς περιορισμούς στην χώρα  και να καλύπτουν  το κενό που θα δημιουργηθεί μετά την αποχώρηση των ευρωπαϊκών εταιριών.

Έτσι , οι  ρωσικές επιχειρήσεις που είναι συνηθισμένες να εργάζονται σε ένα περιβάλλον με νομικούς και οικονομικούς περιορισμούς, θα αποκτήσουν σοβαρό πλεονέκτημα.

Όλα αυτά έγιναν φανερά κατά την επίσκεψη στην Τεχεράνη που έκανε την Πέμπτη, ο Ρώσος αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Ράιαμπκοφ, ο οποίος δήλωσε ότι οι δύο χώρες σκοπεύουν να συνεχίσουν «την πλήρη οικονομική συνεργασία». «Δεν φοβόμαστε τις κυρώσεις», δήλωσε. Σημειώνεται ότι η Ρωσία θέλει να πωλήσει στο Ιράν χάλυβα και άλλα μεταποιημένα προϊόντα και να επενδύσει σε μεταφορικές υποδομές. Επίσης, η Ρωσία συμμετείχε σε έργα  στον τομέα της ενέργειας και του ηλεκτρισμού του Ιράν.

ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ

Αλλά και τα πολιτικά οφέλη του κ. Πούτιν είναι σημαντικά. Καταρχήν εδραιώνει την συμμαχία με την Τεχεράνη και το δίπολο αυτό θα έχει καθοριστικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολή. Η ιστορία έχει καταστήσει το Ιράν καχύποπτο έναντι της Ρωσίας. Είναι ευρέως αποδεκτό ότι, παρόλο που η Μόσχα μοιράζεται κοινούς στόχους με την Τεχεράνη, χρησιμοποιεί συχνά το Ιράν ως διαπραγματευτικό χαρτί στις σχέσεις της με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Οι μνήμες από την μυστική συμφωνία που συνήψε ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Αλ Γκορ, με τον Ρώσο πρωθυπουργό, Βίκτορ Τσερνομίρντιν, το 1995 είναι ακόμη νωπές. Η συμφωνία έκανε έκκληση για τερματισμό των ρωσικών πωλήσεων συμβατικών όπλων προς το Ιράν από το 1999 με αντάλλαγμα την υπόσχεση των ΗΠΑ να μην επιβάλουν κυρώσεις στην Ρωσία στο πλαίσιο του αμερικανικού νόμου του 1992 που απαιτούσε κυρώσεις εναντίον εκείνων που πωλούν όπλα στο Ιράν. Αν και οι ρωσικές πωλήσεις συνεχίστηκαν, η μυστικότητα της συμφωνίας αύξησε τις υποψίες της Τεχεράνης σχετικά με την αξιοπιστία της Ρωσίας.

Η Τεχεράνη επίσης δεν ξεχνά ότι η Ρωσία δεν άσκησε βέτο, όταν, αρχής γενομένης από το 2006, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών επέβαλε εξοντωτικές κυρώσεις στο Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Επίσης, το Ιράν έχει παράπονα από την αποτυχία της Ρωσίας να στείλει στο Ιράν κάποια υπεσχημένα πυραυλικά συστήματα μεγάλου βεληνεκούς εδάφους-αέρος S-300. Το 2007, η Μόσχα συμφώνησε να πωλήσει το σύστημα στην Τεχεράνη, το οποίο το Ιράν το χρειαζόταν για να προστατεύσει τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του. Αλλά η Μόσχα, πιεζόμενη από την Ουάσιγκτον και την Ιερουσαλήμ, αρνήθηκε να μεταφέρει τα όπλα. Στην συνέχεια, το Ιράν κατέθεσε αγωγή εναντίον της Ρωσίας στο Διαιτητικό Δικαστήριο της Γενεύης. Το 2016, η Ρωσία τελικά συμφώνησε να παραδώσει το σύστημα, αλλά μόνο μετά την υπογραφή της ιρανικής πυρηνικής συμφωνίας, η οποία μείωσε σημαντικά την πιθανότητα οποιουδήποτε στρατιωτικού πλήγματος κατά του Ιράν.

Με την απόφαση του κ. Τραμπ, η Τεχεράνη θα προσκολληθεί ακόμα περισσότερο στην Μόσχα, η οποία πλέον θα μπορέσει να παίξει ρόλο μεσολαβητή και ειρηνοποιού όχι μόνο στην Συρία αλλά και στον ευρύτερο αραβικό χώρο.

Για παράδειγμα, η σύγκρουση της Τεχεράνης με το Ριάντ αποτελεί μια μείζονα απειλή για ολόκληρη την περιοχή και την παγκόσμια ασφάλεια. Αλλά και η επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ του Τελ Αβίβ και της Τεχεράνης θα μπορούσε να επιτρέψει στη Μόσχα να εδραιώσει τις θέσεις της στον Λίβανο. Η Βηρυτός μπορεί να προστρέξει στην Ρωσία με την ελπίδα ότι αυτή θα μπορούσε να  σταματήσει τον επικίνδυνο κύκλο βίας και απειλών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε έναν αιματηρό νέο πόλεμο στην περιοχή.

Στο πλαίσιο αυτό, πολλοί ελπίζουν ότι η Ρωσία θα αποτρέψει το Ισραήλ και το Ιράν από το να αγωνίζονται μεταξύ τους, διότι μια τέτοια σύγκρουση θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε ένα νέο επεισόδιο εμφυλίου πολέμου στον Λίβανο. Πλέον, η εικόνα του Πούτιν ως «ειρηνοποιός» θα βοηθήσει τον Ρώσο πρόεδρο να ενισχύσει την εικόνα του όχι μόνο στην παγκόσμια σκηνή αλλά και στο εσωτερικό της Ρωσίας.