Το γεωπολιτικό και εγχώριο παιχνίδι με το Σκοπιανό

πόκερ

Του Γιάννη Σιώτου. Τελικά, το πολιτικό σύστημα αποδείχθηκε κατώτερο των περιστάσεων. Η ιστορία των διχασμών που έχει στοιχειώσει αυτόν τον τόπο φαίνεται να επαναλαμβάνεται για μια ακόμα φορά, με πρωταγωνιστές πολιτικούς μικρόνοες, εμπαθείς,  ανεπαρκείς, που το προσωπικό τους συμφέρον υπερισχύει του συμφέροντος του τόπου.

Η συμφωνία για το Σκοπιανό ήταν η αφορμή για να αποδειχθεί πόσο ολιγοβαρείς είναι. Στην Δημοκρατία υπάρχουν κανόνες: Η Κυβέρνηση κυβερνά, η αντιπολίτευση κρίνει, και οι πολιτειακοί παράγοντες λειτουργούν ως αντίβαρο που εξασφαλίζουν την ομαλή λειτουργία του κοινοβουλευτισμού. Το αν η συμφωνία είναι καλή ή κακή είναι φυσικά ένα μείζον θέμα. Αν σέβεται κανείς τους θεσμούς είναι ένα άλλο. Ποιο από τα δύο είναι το σημαντικότερο; Σαφώς το δεύτερο. Με αμοιβαίο σεβασμό σε όλα βρίσκεται λύση. Χωρίς αυτόν όλα τινάζονται στον «αέρα». Αυτό που έγινε χθες, με την απόπειρα κάποιων πολιτικών να προκαλέσουν πολιτειακή αποσταθεροποίηση δείχνει ότι τελικά αυτό που λείπει είναι ο σεβασμός.

Η πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης για μια απόφαση που κάποιοι πολιτικοί κρίνουν ως απαράδεκτα επικίνδυνη και που υπονομεύει το μέλλον του τόπου είναι απολύτως θεμιτή και επιβεβλημένη. Αν, μάλιστα, στον διάλογο που την συνοδεύει υπάρξει εποικοδομητική κριτική, τότε μπορεί να αποδειχθεί και χρήσιμη. Το να θέτεις, όμως, θέμα προέδρου της Δημοκρατίας χαρακτηρίζοντας τον ως «ανιστόρητο», αυτό είναι πολιτικά ανοίκειο.

Η ΕΠΙΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ

Η πραγματικότητα είναι ότι η συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ έχει πολλές πιθανότητες να μη προχωρήσει. Οι αντιδράσεις που συναντά στα Σκόπια από τον πρόεδρο της χώρας (ο πρόεδρος της πΓΔΜ, Γκιόργκι Ιβάνοφ, δήλωσε την Τετάρτη ότι δεν θα υπογράψει την συμφωνία) αλλά και οι διαδικασίες που απαιτούνται προκειμένου να τηρηθούν οι προϋποθέσεις που θέτει, καθιστούν προβληματική την έγκριση της. Αυτή είναι η μια όψη του θέματος. Η άλλη όψη είναι ότι πολλοί από τους Ευρωπαίους που μιλούν με διθυράμβους για την συμφωνία δεν θέλουν να προχωρήσουν στο επόμενο βήμα, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αναγνώριση των Σκοπίων  ως υποψήφιο για ένταξη μέλος της ΕΕ. Θα τους βόλευε, λοιπόν, αντί να συγκρουστούν στις αίθουσες των συμβουλίων κορυφής, να διαλυθεί η συμφωνία είτε με ευθύνη της Ελλάδας είτε με ευθύνη των Σκοπίων. Υπάρχει και μια ακόμα παράμετρος: Η Μόσχα, η οποία δεν θέλει τα Σκόπια στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ καθώς για τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, τα Βαλκάνια είναι μια περιοχή μείζονος ενδιαφέροντος.

Στον αντίποδα υπάρχουν και οι ΗΠΑ, το Βερολίνο, το Παρίσι και άλλοι ισχυροί γεωπολιτικοί παράγοντες που επιθυμούν διακαώς να απαλειφθούν τα αγκάθια της αντιπαράθεσης στην περιοχή. Κοντολογίς, αυτές τις μέρες βρίσκεται σε εξέλιξη ένα μείζον γεωπολιτικό παιγνίδι για την περιοχή, τις μακροπρόθεσμες συνέπειες του οποίου κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει. Δεν θα ήταν υπερβολή αν μιλούσε κανείς για ένα διπλωματικό «μουτζούρη» τον οποίο κανείς δεν επιθυμεί να έχει στα χέρια του.

ΤΑ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΣΤΗΝ ΕΕ

Για παράδειγμα, το θέμα της διεύρυνσης της ΕΕ, που είναι μια παράμετρος της συμφωνίας. Στις Βρυξέλλες υπάρχουν δύο στρατόπεδα. Το ένα, με επικεφαλής την Γαλλία και την Ολλανδία, υποστηρίζει ότι το μπλοκ θα πρέπει να επικεντρωθεί στην αναγκαία μεταρρύθμιση της ΕΕ μετά το Brexit πριν περιλάβει και νέα μέλη. Οι χώρες αυτές ανησυχούν επίσης ότι αν ξεκινήσουν οι ενταξιακές συζητήσεις με τις χώρες των Βαλκανίων, που κουβαλούν  την κληρονομιά του πολέμου και τα βαθιά προβλήματα της δράσης του οργανωμένου εγκλήματος και της διαφθοράς, τότε αυτό θα  αποτελέσει δώρο για τους λαϊκιστές αντιπάλους της ΕΕ στις επόμενες εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Στο στρατόπεδο υπέρ της διεύρυνσης βρίσκονται  κορυφαίοι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Γερμανοί πολιτικοί και κυβερνήσεις της Κεντρικής και της Ανατολική Ευρώπης. Υποστηρίζουν ότι η ΕΕ πρέπει να κρατήσει τις βαλκανικές χώρες στην τροχιά της, για να αντιμετωπίσει την αυξημένη επιρροή στο νότιο κατώφλι της από τις αντίπαλες δυνάμεις.

«Εάν η ΕΕ δεν καταφέρει να σημειώσει πρόοδο στην διαδικασία ένταξης με αυτές τις χώρες, θα υπάρξουν θανατηφόρες συνέπειες», δήλωσε ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών, Χαϊκό Μάας, σε ομιλία του στο Βερολίνο την Τετάρτη. «Για πολύ καιρό, άλλες δυνάμεις -η Ρωσία, η Κίνα, οι άλλες χώρες- έχουν επιδιώξει να καλύψουν αυτό το κενό», ανέφερε. Οι υπέρ της διεύρυνσης αξιωματούχοι ισχυρίζονται επίσης ότι η έναρξη των ενταξιακών συνομιλιών με μια χώρα δίνει στην ΕΕ μεγαλύτερη ευχέρεια  να ασκήσει πιέσεις για περισσότερη δημοκρατία και κράτος δικαίου στις υποψήφιες χώρες.

Ενδεικτικό του κλίματος που επικρατεί στους κόλπους της ΕΕ είναι ότι τόσο ο Επίτροπος Διεύρυνσης, Johannes Hahn, όσο και η επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, Federica Mogherini, συμφωνούν να ξεκινήσουν οι συνομιλίες με τα Σκόπια. «Προσβλέπουμε τώρα το Συμβούλιο να εγκρίνει τη σύστασή μας της 17ης Απριλίου να ξεκινήσουν οι  διαπραγματεύσεις προσχώρησης με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας τον Ιούνιο», ανέφεραν σε κοινή δήλωση. Όμως, Γαλλία και  Ολλανδία διαφωνούν και πιστεύουν ότι τόσο η Αλβανία όσο και η πΓΔΜ θα πρέπει να πάρουν  περισσότερα μέτρα για τη μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης τους, την αναδιάρθρωση της δημόσιας διοίκησης και την καταπολέμηση του εγκλήματος και της διαφθοράς, λένε και προσπαθούν να πάνε την συζήτηση για μετά τις ευρωεκλογές.

Ο «ΜΟΥΤΖΟΥΡΗΣ» ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ;

Για την Ελλάδα, που συζητά την «έξοδο» από το Μνημόνιο, την «επιτροπεία» και την διαχείριση του χρέους της, το Σκοπιανό είναι ένα θέμα μείζονος σημασίας, το οποίο μπορεί να επηρεάσει όχι μόνο την σχέση με τους Ευρωπαίους δανειστές αλλά και με άλλους ισχυρούς γεωπολιτικούς παράγοντες, όπως η Ουάσιγκτον και η Μόσχα. Δεν θα ήταν υπερβολή αν υποστήριζε κανείς ότι μια παράμετρος της συμφωνίας Τσίπρα-Ζάεφ είναι και τα ελληνοτουρκικά.

Η ευθύνη της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας είναι να οδηγήσει την χώρα σε ασφαλή νερά και να μην την εμπλέξει -όπως έχει γίνει πολλές φορές στο παρελθόν- στους ανταγωνισμούς των ισχυρών, καθώς κινδυνεύει να βρεθεί με τον «μουτζούρη» στο χέρι. Και για να το πετύχει αυτό χρειάζεται νηφαλιότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα πολιτικά κόμματα θα απεμπολήσουν τις «κόκκινες γραμμές» που έχουν θέσει. Το κόστος, άλλωστε, θα είναι πολύ μεγάλο και θα το φορτωθούν -όπως έγινε και με τα Μνημόνια- οι απλοί Έλληνες.