Το μεγάλο παιγνίδι στην Συρία

γεωπολιτική,Μέση Ανατολή,Συρία,ΗΠΑ,Ρωσία,Ιράν

Καθώς ο κουρνιαχτός απο τις εκρήξεις των πυραύλων στην Συρία δεν έχει καταλαγιάσει και τα ΜΜΕ σε όλο τον κόσμο μετατρέπονται σε ντελάληδες οπλικών συστημάτων ελάχιστοι είναι εκείνοι που αποπειρώνται να τοποθετήσουν τα γεγονότα με μία ευρύτερη προοπτική. Γιατί όπως και να το κάνουμε τα γεγονότα στην Συρία, δεν μπορούν να ερμηνευτούν με βάση επιμέρους ανταγωνισμούς δυνάμεων τοπικής ή και παγκόσμιας εμβέλειας. Επίσης η ηθική προσέγγιση που προσπάθησαν να τους αποδώσουν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους είναι όχι μόνο ξεπερασμένη αλλά και παραπλανητική. Η πραγματικότητα είναι ότι τα γεγονότα στην Συρία είναι ένα ακόμα επεισόδιο για αλλαγή της γεωπολιτικής κατανομής που πυροδότησε η πτώση του τείχους του Βερολίνου. Όταν τελείωσε ο Ψυχρός Πόλεμος, πολλοί Αμερικανοί και Ευρωπαίοι φαινόταν να πιστεύουν ότι τα πιο εξοργιστικά γεωπολιτικά ζητήματα είχαν σε μεγάλο βαθμό διευθετηθεί. Με την εξαίρεση μιας χούφτας σχετικά ήσσονος σημασίας προβλήματα,  τα μεγαλύτερα ζητήματα στην παγκόσμια πολιτική, υπέθεσαν, δεν θα δημιουργούσαν πια ανησυχίες για σύνορα, στρατιωτικές βάσεις, εθνική αυτοδιάθεση, ή σφαίρες επιρροής. Όμως έκαναν λάθος καθώς η  Κίνα, το Ιράν και η Ρωσία ποτέ δεν συγκατένευσαν στην γεωπολιτική διευθέτηση που ακολούθησε το τέλος τού Ψυχρού Πολέμου, και κάνουν όλο και πιο ισχυρές προσπάθειες για την ανατροπή της.

 

Οι σχέσεις μεταξύ των τριών αυτών  δυνάμεων είναι περίπλοκες. Σε μακροπρόθεσμη βάση, η Ρωσία φοβάται την άνοδο της Κίνας. Η κοσμοθεωρία τής Τεχεράνης έχει ελάχιστα κοινά είτε με του Πεκίνου είτε με της Μόσχας. Το Ιράν και η Ρωσία είναι χώρες που εξάγουν πετρέλαιο και θα ήθελαν η τιμή του πετρελαίου να είναι υψηλή. Η Κίνα είναι μια καθαρή καταναλώτρια και θέλει τις τιμές σε χαμηλά επίπεδα. Η πολιτική αστάθεια στη Μέση Ανατολή μπορεί να λειτουργήσει προς όφελος του Ιράν και της Ρωσίας, αλλά ενέχει μεγάλους κινδύνους για την Κίνα. Κανείς δεν πρέπει να μιλά για μια στρατηγική συμμαχία μεταξύ τους, και στην πάροδο του χρόνου, ειδικά αν καταφέρουν να υπονομεύσουν την αμερικανική επιρροή στην Ευρασία, οι εντάσεις μεταξύ τους είναι πιο πιθανό να αναπτυχθούν παρά να μειωθούν.

 

Αυτό που συνδέει αυτές τις δυνάμεις, ωστόσο, είναι η συμφωνία τους ότι το status quo θα πρέπει να αναθεωρηθεί. Η Ρωσία θέλει να ξαναμαζέψει όση περισσότερη από την Σοβιετική Ένωση μπορεί. Η Κίνα δεν έχει καμία πρόθεση να περιορισθεί σε έναν δευτερεύοντα ρόλο στις παγκόσμιες υποθέσεις, ούτε θα αποδεχθεί τον σημερινό βαθμό επιρροής των ΗΠΑ στην Ασία και στο εκεί εδαφικό καθεστώς. Το Ιράν επιθυμεί να αντικαταστήσει την τρέχουσα τάξη στη Μέση Ανατολή - με επικεφαλής την Σαουδική Αραβία και κυριαρχούμενη από σουνιτικά Αραβικά κράτη - με μια άλλη που θα έχει επίκεντρο την Τεχεράνη.

 

Ηγέτες και στις τρεις χώρες συμφωνούν, επίσης, ότι η δύναμη των ΗΠΑ είναι το βασικό εμπόδιο για την επίτευξη των  τους στόχων. Η εχθρότητά τους προς την Ουάσιγκτον και την τάξη της είναι τόσο επιθετική όσο και αμυντική: όχι μόνο ελπίζουν ότι η μείωση της ισχύος των ΗΠΑ θα κάνει πιο εύκολο να ανατάξουν τις περιοχές τους, αλλά επίσης ανησυχούν ότι η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να προσπαθήσει να τις ανατρέψει αν μεγαλώσει κάποια διχόνοια στο εσωτερικό τους. Ωστόσο, θέλουν  να αποφύγουν τις άμεσες αντιπαραθέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις, όταν οι πιθανότητες θα είναι σαφώς υπέρ τους (όπως το 2008 στην εισβολή τής Ρωσίας στην Γεωργία και η κατοχή και προσάρτηση της Κριμαίας φέτος). Αντί να αμφισβητήσουν κατά μέτωπον το status quo, επιδιώκουν να κατακερματίσουν τους κανόνες και τις σχέσεις που το συντηρούν.

 

 

Το Ιράν, από πολλές πλευρές το πιο αδύναμο από τα τρία κράτη, είχε την πιο επιτυχημένη πορεία. Ο συνδυασμός τής εισβολής των ΗΠΑ στο Ιράκ και στην συνέχεια η πρόωρη απόσυρσή τους, επέτρεψε στην Τεχεράνη να εδραιώσει βαθείς και διαρκείς δεσμούς με σημαντικά κέντρα εξουσίας απέναντι από τα σύνορα με το Ιράκ, μια εξέλιξη που έχει αλλάξει τόσο την θρησκευτική όσο και την πολιτική ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή. Στην Συρία, το Ιράν, με την βοήθεια του μακροχρόνιου συμμάχου του, της Χεζμπολάχ, ήταν σε θέση να αντιστρέψει την στρατιωτική παλίρροια και να στηρίξει την κυβέρνηση του Μπασάρ αλ-Άσαντ απέναντι σε μια ισχυρή αντίσταση από την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Αυτός ο θρίαμβος της realpolitik έχει προσθέσει σημαντικά στην ισχύ και το κύρος τού Ιράν. Σε ολόκληρη την περιοχή, η Αραβική Άνοιξη έχει αποδυναμώσει τα σουνιτικά καθεστώτα, αλλάζοντας περαιτέρω τις ισορροπίες υπέρ τού Ιράν. Το ίδιο έχει κάνει και η αυξανόμενη διάσπαση μεταξύ των σουνιτικών κυβερνήσεων σχετικά με το τι πρέπει να κάνουν με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και τα παρακλάδια και τους οπαδούς της.

 

Η Ρωσία, εν τω μεταξύ, πιο ισχυρή από το Ιράν, αλλά ασθενέστερη από την Κίνα, πιο επιτυχημένη από την Κίνα στην γεωπολιτική, αλλά λιγότερο επιτυχής από όσο το Ιράν. Η Ρωσία ήταν μετρίως αποτελεσματική στο να βάζει σφήνες μεταξύ τής Γερμανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και η ενασχόληση τού Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν με την ανοικοδόμηση της Σοβιετικής Ένωσης έχει παρεμποδιστεί από τα αιχμηρά όρια της οικονομικής ισχύος τής χώρας του. Για να οικοδομήσει ένα πραγματικό Ευρασιατικό μπλοκ, όπως ονειρεύεται να κάνει ο Πούτιν, η Ρωσία θα πρέπει να αναδεχτεί τους λογαριασμούς των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών - κάτι που δεν μπορεί να το αντέξει οικονομικά.

 

Παρ’ όλα αυτά, ο Πούτιν, παρά τις αδυναμίες του, υπήρξε εξαιρετικά επιτυχής στο να απογοητεύσει τα Δυτικά σχέδια στο πρώην σοβιετικό έδαφος. Έχει σταματήσει τελείως την επέκταση του ΝΑΤΟ. Έχει διαμελίσει την Γεωργία, έφερε την Αρμενία στην τροχιά του, αύξησε την πίεσή του στην Κριμαία, και, με την ουκρανική περιπέτειά του, έφερε στην Δύση μια δυσάρεστη και ταπεινωτική έκπληξη. Κατά την δυτική άποψη, ο Πούτιν φαίνεται να καταδικάζει την χώρα του σε ένα συνεχώς πιο σκούρο μέλλον φτώχειας και περιθωριοποίησης. Αλλά ο Πούτιν δεν πιστεύει ότι η ιστορία έχει τελειώσει, και από την πλευρά του, ο ίδιος έχει στερεοποιήσει την δύναμή του εγχωρίως και υπενθύμισε στις εχθρικές ξένες δυνάμεις ότι η ρωσική αρκούδα εξακολουθεί να έχει αιχμηρά νύχια.

 

Στη Μέση Ανατολή, η κατάσταση είναι ακόμη πιο οξυμένη. Τα όνειρα ότι ο αραβικός κόσμος πλησίαζε ένα δημοκρατικό σημείο καμπής - τα όνειρα που τροφοδοτούσαν την πολιτική των ΗΠΑ τόσο υπό τον Μπους όσο και τον Ομπάμα - έχουν ξεθωριάσει. Αντί για την οικοδόμηση μιας φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων στην περιοχή, οι Αμερικανοί πολιτικοί αντιμετωπίζουν την διάλυση του κρατικού συστήματος που χρονολογείται από την συμφωνία Sykes-Picot το 1916, η οποία διαιρούσε τις επαρχίες τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Μέση Ανατολή, καθώς η διακυβέρνηση διαβρώνεται στο Ιράκ, τον Λίβανο και την Συρία. Ο Ομπάμα έχει κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε για να διαχωρίσει το γεωπολιτικό ζήτημα της ανάδυσης της ισχύος τού Ιράν στην περιοχή, από το ζήτημα της συμμόρφωσής του με την Συνθήκη Μη Διασποράς Πυρηνικών, αλλά οι ισραηλινοί και οι σαουδαραβικοί φόβοι σχετικά με τις περιφερειακές φιλοδοξίες τού Ιράν το κάνουν όλο και πιο δύσκολο γι’ αυτόν. Ένα άλλο εμπόδιο είναι η Ρωσία, η οποία έχει χρησιμοποιήσει την έδρα της στο Συμβούλιο Ασφαλείας τού ΟΗΕ και την υποστήριξή της στον Άσαντ για να πάει πίσω τους στόχους των ΗΠΑ στη Συρία.

 

Η Ρωσία βλέπει την επιρροή της στη Μέση Ανατολή ως ένα σημαντικό περιουσιακό στοιχείο για τον ανταγωνισμό της με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Μόσχα θα αντιταχθεί αντανακλαστικά στους αμερικανικούς στόχους σε κάθε περίσταση, αλλά όντως σημαίνει ότι τα win-win αποτελέσματα που επιδιώκουν οι Αμερικανοί τόσο ανυπόμονα, μερικές φορές γίνονται όμηροι των ρωσικών γεωπολιτικών συμφερόντων. Για να αποφασίσει πόσο σκληρά να πιέσει την Ρωσία , ο Λευκός Οίκος δεν μπορεί να αποφύγει τον υπολογισμό των επιπτώσεων από την στάση τής Ρωσίας στον συριακό πόλεμο ή το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Η Ρωσία δεν μπορεί να γίνει από μόνη της μια πλουσιότερη χώρα ή μια πολύ μεγαλύτερη χώρα, αλλά έχει κάνει τον εαυτό της έναν πιο σημαντικό παράγοντα για την αμερικανική στρατηγική σκέψη, και μπορεί να το χρησιμοποιήσει αυτό ως μοχλό για να εξάγει παραχωρήσεις που έχουν σημασία για την ίδια.