Η ιστορία του Καντίνσκι

Καντινσκι,ζωγραφική , αφηρημένη τέχνη

Η ενασχόλησή του Βασίλι Καντίνσκι με τη ζωγραφική ξεκίνησε τυχαία και αρκετά αργά, όταν ήταν ήδη τριάντα ετών. Έως αυτή την ηλικία ο Καντίνσκι ήταν δικηγόρος και μάλιστα επιτυχημένος, λαμβάνοντας προσκλήσεις για να δώσει διαλέξεις σχετικά με το Δίκαιο στα πιο διακεκριμένα Πανεπιστήμια. Και ξαφνικά, εν μια νυκτί, άλλαξε εντελώς τη ζωή του. Δύο ήταν οι λόγοι. Ο πρώτος ήταν η επίσκεψή του σε μια έκθεση ιμπρεσιονισμού όπου είδε τον πίνακα του Μονέ «Σωροί από άχυρα» ο οποίος τον συγκλόνισε. Το δεύτερο γεγονός που τον κατέπληξε ήταν η όπερα του Βάγκνερ «Λόενγκριν» που παιζόταν τότε στο θέατρο Μπολσόι. Τα δυο αυτά γεγονότα ήταν αρκετά για να αλλάξουν τη ζωή του Καντίνσκι. Παράτησε αμέσως τη δικηγορία και έφυγε για το Μόναχο προκειμένου να σπουδάσει ζωγραφική.

Η ιστορία του Καντίνσκι θυμίζει εκείνη του Γάλλου ζωγράφου, εκπροσώπου του μετα-ιμπρεσιονισμού, Πολ Γκογκέν. Αυτός ήταν ένας επιτυχημένος χρηματιστής, αλλά από ένα σημείο κι ύστερα σταμάτησε να πηγαίνει στη δουλειά, παράτησε την οικογένειά του και άρχισε να ζωγραφίζει. Προφανώς, η ζωγραφική είναι μια τόσο ελκυστική Τέχνη, ώστε για χάρη της μπορεί κάποιος να θυσιάσει πάρα πολλά, όπως καριέρα, άνετη ζωή, και οικογενειακή ευτυχία.


Είναι δύσκολο να πει κανείς, πόσο καλά μπορούσε να ζωγραφίσει ο Καντίνσκι πίνακες. Ακόμη και τα τοπία, τα ζωγράφιζε έτσι που ήταν δύσκολο να πεις τι ακριβώς απεικονίζεται, καθώς τα χρώματα διαχέονταν και ανακατεύονταν. Κατόπιν, αποδεικνυόταν πως επρόκειτο για έναν φανοστάτη. Μερικές φορές δημιουργείται η εντύπωση ότι έναν πίνακα όπως αυτόν θα μπορούσε να τον ζωγραφίσει κι ένα παιδί. Φυσικά, αυτό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί απόλυτα εικαστική τέχνη, καθώς δεν απεικονίζει τίποτα συγκεκριμένο. Το χρωματικό χάος γοητεύει, προκαλεί πολλούς συνειρμούς και συναισθήματα. Η επίδραση που προξενεί η ζωγραφική του Καντίνσκι, συγγενεύει με αυτή της μουσικής. Γενικά οι πίνακές του είναι πολύ «μουσικοί». Δεν είναι τυχαίο πως έπαιζε βιολοντσέλο και -όπως είπαν πολλοί αυτόπτες μάρτυρες- με πολύ ταλέντο. Μάλιστα, ένα διάστημα έδινε συναυλίες. 

Όμως ο Καντίνσκι δεν έγινε διάσημος για τους πίνακές του καθαυτό, αλλά για το ότι εφηύρε την αφηρημένη τέχνη και έγινε θεωρητικός της. Κάτι που συνέβη τυχαία. Ένα βράδυ γυρνώντας σπίτι είδε κάτι που τον εξέπληξε από τον εκπληκτικό συνδυασμό των χρωμάτων. Όπως αποδείχθηκε, ήταν ένας δικός του πίνακας που είχε πέσει και σταθεί λοξά, και στον οποίο έπεφτε το φως από τον στύλο ηλεκτροδότησης. Το περίγραμμα από τα όσα εικονίζονταν, είχε εξαφανιστεί και ανακατευτεί με την υπόλοιπη σύνθεση. Είχε απομείνει μόνο η γενική εντύπωση από κάτι έντονο και ασυνήθιστο. Από τότε ο Καντίνσκι δεν ζωγράφισε ξανά πίνακες με συγκεκριμένο περιεχόμενο, παρά μόνο με αφηρημένο.

Οι πίνακές του δεν αγοράζονταν και οι περισσότεροι κριτικοί έλεγαν πως πρόκειται για ανούσια πρόχειρα σχεδιάσματα. Στερούμενος τους πόρους για τη συντήρησή του, ο Καντίνσκι επέστρεψε από το Μόναχο στη Μόσχα, όπου προσπάθησε να συνεργαστεί με τους μπολσεβίκους. Εργαζόταν στην Εθνική Επιτροπή Παιδείας και δίδασκε. Αυτό όμως δεν κράτησε για πολύ. Οι μπολσεβίκοι ανακήρυξαν την αφηρημένη τέχνη ως παρακμιακή και στον ίδιο τον Καντίνσκι κόλλησαν τον τίτλο του «συνεργού της μπουρζουαζίας». Οι πίνακές του αφαιρέθηκαν από όλα τα σοβιετικά μουσεία. Γεγονός παράδοξο, καθότι σε αυτούς ήταν δύσκολο να εντοπίσει κανείς κάτι που χαρακτήριζε την αστική τάξη, είτε από την άλλη, κάτι που δεν την χαρακτήριζε. Πώς μπορεί να είναι μπουρζουά μια κηλίδα με τη γκάμα ενός χρώματος;
Καταλαβαίνοντας ότι στην πατρίδα του δεν έχει μέλλον, ο Καντίνσκι πήγε πάλι στη Γερμανία. Αλλά και εκεί ήρθε αντιμέτωπος με την πολιτική. Η σχολή στην οποία δίδασκε, έκλεισε εξαιτίας της πίεσης του ναζιστικού καθεστώτος, ενώ όταν ο Χίτλερ πήρε την εξουσία, οι πίνακες του Καντίνσκι ανακηρύχθηκαν ως εκφυλισμένη τέχνη και ορισμένοι μάλιστα από αυτούς, καταστράφηκαν.


Από τη Γερμανία έφυγε για τη Γαλλία, όπου παρέμεινε μέχρι το θάνατό του. Και εκεί έζησε φτωχός, σε σημείο που να μην μπορεί να αγοράσει μεγάλους καμβάδες για ζωγραφική. Γι’ αυτό και οι περισσότερες δουλειές του από τη γαλλική περίοδο ήταν μικρές. Ακόμη και λάδι δεν μπορούσε να εξασφαλίσει κάποιες φορές. Συχνά κατέφευγε απλώς στην τέχνη της ζωγραφικής που βασίζεται στη χρήση κόλλας και αδιαφανών υδροχρωμάτων πάνω σε χαρτί ή χαρτόνι (γκουάς), χωρίς αυτό να αποτελεί την επιθυμητή καλλιτεχνική του ιδέα. Η αιτία ήταν πως δεν είχε χρήματα για καμβά και χρώματα.


Σε γενικές γραμμές, είναι κατανοητό γιατί η ζωγραφική του ήταν τόσο ανεπιθύμητη στα απολυταρχικά κράτη. Αυτή, έδινε πολύ μεγάλα περιθώρια στη φαντασία, μια υπερβολική ελευθερία, και αυτό είναι κάτι που δεν αρέσει σε κανέναν δικτάτορα, είτε του προλεταριάτου, είτε ναζιστή.